-
1 σύσταση
[систаси] ουσ. Θ. состав, учреждение, установление, рекомендация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύσταση
-
2 состав
1. (совокупность частей, предметов, образующих сложное целое) η σύνθεση, η διάρθρωση 2. (определённый анализом) το περιεχόμενο 3. (специальная смесь, раствор, соединение) το μ(ε)ίγμα 4. (поездной) η αμαξοστοιχίαο συρμόςразг. το τρένο5. грам. το σύνολο 6. (коллектива, организации) το προσωπικό 7. (преступления) το σώμα (του εγκλήματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состав
-
3 структура
-ы θ.διάρθρωση• κατασκευή, ιστός• δομή• υφή• σύσταση•структура атома η δομή του ατόμου•
структура вещества η σύσταση της ουσίας•
почвы η σύσταση του εδάφους.
-
4 рекомендация
-
5 состав
состав м 1) (чего-л.) η σύνθεση; η σύσταση (структура ) 2) (совокупность людей) το σώμα, το προσωπικό; в \составе делегации... η αντιπροσωπεία αποτελείται από...· личный \состав το προσωπικό 3) ж.-д. η αμαξοστοιχία, ο συρμός* * *м1) (чего-л.) η σύνθεση; η σύσταση ( структура)2) ( совокупность людей) το σώμα, το προσωπικόв соста́ве делега́ции... — η αντιπροσωπεία αποτελείται από…
ли́чный соста́в — το προσωπικό
3) ж.-д. η αμαξοστοιχία, ο συρμός -
6 характеристика
характеристика ж о χαρακτηρισμός; η σύσταση (рекомендация)* * *жο χαρακτηρισμός; η σύσταση ( рекомендация) -
7 адрес
адресм1. ἡ διεύθυνση [-ις], ἡ σύσταση [-ις], ἡ ἐπιγραφή:послать письмо́ по \адресу στέλνω τό γράμμα στον προορισμό του; писать на чей-л. адрес γράφω στήν διεύθυνση κάποιου;2. (письменное приветствие) ἡ προσφώνηση [-ις], ὁ χαιρετισμός; ◊ обращаться не по \адресу κάνω λάθος τή σύσταση. -
8 строение
строениес1. (структура) ἡ κατασκευή, ἡ σύσταση, ἡ ὑφή:\строение материи физ. ἡ σύσταση τής ὑλης·2. (постройка) ἡ οίκοδομή, τό οἰκοδόμημα, τό κτίρι-ο[ν]. -
9 рекомендация
-и θ.σύσταση•получать хорошую -ю παίρνω καλή σύσταση•
снабдить хорошими -ями εφοδιάζω με καλές συστάσεις•
-ии комиссии он выполнил αυτός συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της επιτροπής.
-
10 химия
-и θ.1. η χημεία (επιστήμη)•органическая химия οργανική χημεία•
неорганическая химия ανόργανη χημεία.
2. η χημική σύσταση•химия нефти η χημική σύσταση του πετρελαίου•
прикладная химия εφαρμοσμένη χημεία.
-
11 агрегат
1. тех. η μονάδα, το συγκρότημα (μηχανών)преобразовательный эл. - μετασχηματισμούпусковой ав. - εκκίνησης2. мин. το πρόσμειγμαη σύσταση (του ορυκτού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрегат
-
12 материя
1. (физ., филос.) η ύλ/ηтёмная астр. - σκοτεινή -2. (ткань) το ύφασμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > материя
-
13 построение
1. (процесс, результат) η κατασκευή(строение структура) η δομή, η κατασκευήη συνάρτηση, η σύσταση, η σύνθεση, η οργάνωση2. (система мыслей, рассуждений) η σύνταξη, η συνοχή, η σύνδεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > построение
-
14 рекомендация
1. (отзыв, представление) η σύσταση 2. (совет, пожелание, предложение) η συμβουλή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рекомендация
-
15 учреждение
1. (создание, основание чего-л.) η ίδρυση, η σύσταση 2. (организация, ведающая какой-л. областью хозяйства, торговли и т.п.) το ίδρυμα, η υπηρεσία, το καθίδρυμα, το όργανο, ο οργανισμόςгосударственное - η δημόσια υπηρεσία, κρατικό/δημόσιο -3. (учебное) ο εκπαιδευτικός οργανισμός, το εκπαιδευτήριο, το εκπαιδευτικό ίδρυμαдошкольное - το βρεφονηπιαγωγείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учреждение
-
16 адрес
-
17 зернистый
зерни́ст||ыйприл κοκκώδης, σπυρωτός:\зернистыйое строение вещества ἡ κοκκώδης σύσταση· ◊ \зернистыйая икра τό μαϋρο σπει-ρωτό χαβιάρι. -
18 консистенция
консистенцияж физ. ἡ σύσταση, ἡ στερεότητα [-ης]. -
19 представление
представлени||ес1. (чего-л.) ἡ παρου-σίαση [-ις], ἡ ἐμφάνιση [-ις]·2. (при знакомстве) ἡ σύσταση [-ις]·3. (к награде и т. ἡ.) ἡ πρόταση γιά, ἡ ὑποβολή ὑποψηφιότητας·4. театр. ἡ παράσταση [-ις]:первое \представление ἡ πρώτη παράσταση· δ. (понятие) ἡ ἰδέα, ἡ ἀντίληψη [-ις]:иметь \представление ἔχω (μιά) Ιδέα· он· не имеет ни малейшего \представлениея δέν ἔχει τήν παραμικρή Ιδέα· составить себе ясное \представление о чем-л. σχηματίζω σαφή ἀντίληψη· в моем \представлениеи κατά τήν ἀντίληψή μου. -
20 рекомендательныйция
рекомендательный||цияж ἡ σύσταση[-ις]:давать \рекомендательныйцияцию кому-л. συστήνω (или συνιστώ) κάποιον.
См. также в других словарях:
σύσταση — η 1. φυσική σύνθεση, υφή: Αναλύθηκε η σύσταση αυτού του σώματος. 2. συγκρότηση, ίδρυση: Αποφάσισαν τη σύσταση νέας εταιρείας. 3. συμβουλή: Συνεχώς μου κάνει συστάσεις. 4. παρουσίαση κάποιου νέου προσώπου: Δε νομίζω πως χρειάζονται συστάσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… … Dictionary of Greek
συστάσῃ — συστάσηι , σύστασις bringing together fem dat sg (epic) συστά̱σῃ , συνίστημι BJ Prooem. aor part act fem dat sg (attic epic ionic) συστά̱σῃ , συνίστημι BJ Prooem. aor subj mid 2nd sg (doric) συστά̱σῃ , συνίστημι BJ Prooem. aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
λάβα — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για … Dictionary of Greek
λαβά — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek